- χαρακίζω
- Α [χάραξ, -ακος]1. περιχαρακώνω με αιχμηρούς πασσάλους μπήγοντάς τους στη γη σταυροειδώς2. φρ. «χαρακίζουσι τοῖς προσθίοις σκέλεσι»(για τις μύγες) καθαρίζονται διασταυρώνοντας τα μπροστινά τους πόδια (Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.